- πατριδοκάπηλος
- οαυτός που εκμεταλλεύεται (καπηλεύεται) την ιδέα της πατρίδας για δική του ωφέλεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πατριδοκάπηλος — ο αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την ιδέα τής πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα τής πατρίδας επιδιώκει την ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρίδα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιο κάπηλος). Η λ … Dictionary of Greek
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek
πατριδοκαπηλία — η [πατριδοκάπηλος] η ιδιότητα τού πατριδοκάπηλου, η εκμετάλλευση τής ιδέας τής πατρίδας με ιδιοτελείς σκοπούς … Dictionary of Greek